- παιδεμός
- οβλ. παίδεμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παιδεμός — και στον Ερωτόκρ., παιδωμός, ο και παιδωμή, η [παιδεύω] 1. τιμωρία, επιβολή ποινής 2. ταλαιπωρία, βάσανο, κακοπάθεια … Dictionary of Greek
καβούρντισμα — και καβούρδισμα, το 1. φρυγάνισμα, ξεροψήσιμο «τα αμύγδαλα θέλουν καβούρντισμα») 2. τσιγάρισμα («το καβούρντισμα τού καφέ γίνεται σιγά σιγά») 3. συνεκδ. κόψιμο, ψήσιμο, υπερθέρμανση λιοπύρι. 4. μτφ. βασάνισμα, παιδεμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καβουρντίζω… … Dictionary of Greek
παίδα — η βάσανο, ταλαιπωρία, παιδεμός («επάσκισ όσο μπόρεσε την παίδα ν αλαφρώσει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. παιδεύω] … Dictionary of Greek
παίδεμα — το [παιδεύω] βάσανο, ταλαιπωρία, παιδεμός, δοκιμασία … Dictionary of Greek
παιδωμή — η βλ. παιδεμός … Dictionary of Greek
παιδωμός — ο βλ. παιδεμός … Dictionary of Greek
παίδεμα — παίδεμα, το και παιδεμός, ο συνεχής ή έντονη σωματική ή ψυχική κούραση, ταλαιπωρία, βάσανο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)